-
1 κατασύρω
Aκατεσϋράμην Pherecyd.158
J.:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 κατεσύρην [ῠ] (v. infr.):—draw, pull down, Philum. ap. Aët.9.12 ([voice] Pass.): usu. with a notion of violence,τὰ [ἀεροπόρα] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ D.C.Fr.30.4
: metaph.,ἐπιθυμία κ. τὸν ἡνίοχον λογισμόν Ph.1.58
, cf. 1.627 ([voice] Pass.): esp. lay waste, ravage,τὰς [πόλιας] ὅσας πρότερον οὐ κατέσυραν Hdt.6.33
;κατὰ μὲν ἔσυραν Φάληρον, κατὰ δὲ.. πολλοὺς δήμους Id.5.81
;ὡς πλείστην τῆς χώρας Aen.Tact.16.8
, cf. Plb.1.56.3, al.2 drag, carry off,λείαν Pherecyd.
l.c.;γυναῖκας Parth.19
;τινὰ πρὸς τὸν κριτήν Ev.Luc.12.58
: metaph.,τινὰ εἰς ἐκμελῆ πολιτεύματα Phalar.Ep.93.1
.3 sweep away,πελάγη κ. πόλεις Ph.2.142
:—[voice] Pass., metaph., σκολιὰ ῥεῖθρα ὑφ' ὧν οἱ πολλοὶ -σύρονται, ὡς τὰ λόγιά φησιν Orac.Chald.ap.Procl.in Ti. 3.326 D.;εἰς τὸ πλῆθος ὑπὸ τοῦ μερισμοῦ καὶ τῆς διαστάσεως τῶν ὄντων Id.in Prm.p.551
S., cf. Hierocl. in CA19p.461M.b [voice] Pass., rush down, of rivers, etc., D.P.296, Alciphr.3.13, Gp.5.2.17.5 [voice] Pass., to be reduced,σωμάτων λοιμῷ -συρέντων Lib.Or.61.19
(v.l. συρέντων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασύρω
См. также в других словарях:
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek